γλειψιά

γλειψιά
η
το γλείψιμο*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλειψιά — η 1.το να γλείφει κανείς. 2. μτφ., η κολακεία, το καλόπιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλείψιμο — το 1. η γλειψιά. 2. η κολακεία: Πήρε προαγωγή με γλείψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”